ἰσχυροκάρδιος, -ον (Α)(κατά τον Ησύχ.) γενναίος, ατρόμητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυ-κάρδιος, ταχυ-κάρδιος].