ισχυροκάρδιος
From LSJ
Διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους → Iurgia amicorum solvas, haud intenderis → Den Streit von Freunden schlichte, fache ihn nicht an
Greek Monolingual
ἰσχυροκάρδιος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) γενναίος, ατρόμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. θρασυκάρδιος, ταχυκάρδιος].