ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ἰσχάριον, τὸ (Α)μικρό ισχίο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. κυν-άριον, παιδ-άριον)].