καιροφυλακώ
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
καιροφυλακῶ, -έω (Α)
φροντίζω, περιποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -φυλακώ (< -φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημερο-φυλακώ, σωματο-φυλακώ].