οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
ἰσοτράπεζος, -ον (Α)αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι-τράπεζος, φιλο-τράπεζος].