ισοετής

Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοετής, -ές)
ομήλικος, ίσος στα χρόνια
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετές
γένος φυτών της τάξης ισοετώδη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετές
το φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. δεκα-ετής, επτα-ετής].