ἰσοετής
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
ἰσοετές, = ἰσοέτηρος (equal in years), gloss on οἰέτεας, Apollon. Lex., Sch. Il. Oxy. 1086i21. ἰσοετές, τό, = ἀείζωον τὸ μικρόν, Plin. HN 25.160.
German (Pape)
[Seite 1264] ές, dasselbe, Apoll. L. H. οἰέτης.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοετής: -ές, = τῷ προηγ., Ἀπολλ. Λεξ. ἐν λ. οἰέτεας. ΙΙ. ἰσοετές, τό, ἀειθαλές τι φυτόν, Πλίν. 25. 102.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοετής, -ές)
ομήλικος, ίσος στα χρόνια
νεοελλ.
βοτ. το ουδ. ως ουσ. το ισοετές
γένος φυτών της τάξης ισοετώδη
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσοετές
το φυτό αείζωον το μικρόν που ταυτίζεται με το σημερ. είδος Sempervivo tectorum.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. δεκαετής, επταετής].