κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
-η, -ο
γεμάτος φως, άπλετα φωτισμένος, ολόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φωτος (< φῶς, -φωτός), πρβλ. αυτό-φωτος, διά-φωτος].