κεραμιδόχωμα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

το
1. χώμα κατάλληλο για την κεραμοποιία
2. σκόνη από τριμμένα κεραμίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμίδι + -χώμα (< χώμα), πρβλ. καστανό-χωμα, κουμαρό-χωμα].