κερδομίσθιον

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Greek (Liddell-Scott)

κερδομίσθιον: τό, ἀμοιβή, Στουδ. 813D, διάφορ. γραφ. κερδόμισθον.

Greek Monolingual

κερδομίσθιον ή κερδόμισθον, το (Μ)
το κέρδος από εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος + -μίσθιον (< μισθός), πρβλ. αντι-μίσθιον, ημερο-μίσθιον].