κλεφτοπόλεμος

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. (επί τουρκοκρατίας) ο πόλεμος τών κλεφτών κατά τών Τούρκων
2. πόλεμος που διεξάγεται μεταξύ άτακτων στρατευμάτων ή μεταξύ τακτικού στρατού και άτακτων στρατευμάτων και κατά τον οποίο δεν τηρούνται οι κανόνες της πολεμικής τακτικής, άτακτος πόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + -πόλεμος (< πόλεμος), πρβλ. ανταρτο-πόλεμος, μαξιλαρο-πόλεμος.