κεφαλόδεμα

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source

Greek Monolingual

και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα)
μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμό
νεοελλ.
1. επίδεσμος του κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων
2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται το κεφάλι όρθιο, κεφαλορθωτήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ (ό)- + -δέμα (< δέμα < δένω), πρβλ. αλυσό-δεμα, κομπό-δεμα].