κλειδόχορδο

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

το
παλαιό μουσικό όργανο το οποίο είχε θεωρηθεί ως ο πρόγονος του πιάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + -χορδο (< χορδή), πρβλ. βαθύ-χορδο, βαρύ-χορδο. Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. clavecin. Η λ., στον λόγιο τ. κλειδόχορδον, μαρτυρείται από το 1844 στον Άνθιμο Νικολαΐδη].