κλειδόχορδο

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34

Greek Monolingual

το
παλαιό μουσικό όργανο το οποίο είχε θεωρηθεί ως ο πρόγονος του πιάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + -χορδο (< χορδή), πρβλ. βαθύ-χορδο, βαρύ-χορδο. Απόδοση στην ελλ. του γαλλ. clavecin. Η λ., στον λόγιο τ. κλειδόχορδον, μαρτυρείται από το 1844 στον Άνθιμο Νικολαΐδη].