Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
κοιλιολάτρης, ὁ (Α)κοιλιόδουλος, λαίμαργος, φαγάς.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + -λάτρης (< λάτρης), πρβλ. ηλιο-λάτρης, φυσιο-λάτρης].