κλεψίτυπος
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Greek Monolingual
-η, -ο
(για βιβλία, συγγράμματα) αυτός που προέρχεται από κλεψιτυπία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλεψι- (< κλέπτω) + -τυπος (< τύπος), πρβλ. κακ-έκ-τυπος, χαλκό-τυπος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870].