κλαυσιώ

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source

Greek Monolingual

κλαυσιῶ, -άω (Α)
1. κλαυσείω, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω
2. (μτφ. για πόρτα) τρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ- του κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ-ω) + κατάλ. -ιάω / -, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. ἀρχοντ-ιάω / - «επιθυμώ να γίνω άρχων», μαθητ-ιάω / - «επιθυμώ να μαθητεύσω»].