κλαυσείω
From LSJ
English (LSJ)
= κλαυσιάω (wish to weep]), Apollon.Soph. Lex. s.v. ὀψείοντες.
German (Pape)
[Seite 1446] desiderat. zu κλαίω, ich möchte weinen, Synes.
Greek (Liddell-Scott)
κλαυσείω: τῷ ἑπομ., Συνέσ. 15Α.
Greek Monolingual
κλαυσείω (Α)
κλαυσιώ, επιθυμώ να κλάψω, έχω τη διάθεση να θρηνήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλαυσ- του κλαίω (πρβλ. μέλλ. κλαύσ-ω) + κατάλ. -(σ)είω, χαρακτηριστική τών εφετικών ρ. (πρβλ. πολεμησ-είω «επιθυμώ να πολεμήσω»)].