κλεψίλογος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478

Greek Monolingual

-ο (Α κλεψίλογος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέψι- (< κλέπτω) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ευρησί-λογος, λυπησί-λογος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].