κοπρολαλία

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. η παθολογική τάση για χρησιμοποίηση πολύ χυδαίων λέξεων και φράσεων ως αντικοινωνική διαμαρτυρία ή ως σεξουαλική απόκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coprolalia < copro- (πρβλ. κόπρος [Ι]) + -lalia (πρβλ. -λαλία < -λαλώ < λαλώ)].