δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ηη κατάσταση του κουφού, κωφότητα ή βαρηκοΐα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κουφός + -αμάρα (πρβλ. κουτ-αμάρα, μουγγ-αμάρα)].