κοχλιοτόμος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

και κοχλιοτομέας, ο
εργαλείο που διανοίγει εξωτερικά σπειρώματα, συνήθως ακριβείας, ελικοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. πτερυγο-τόμος, σπογγο-τόμος.