κοχλιοτόμος
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
Greek Monolingual
και κοχλιοτομέας, ο
εργαλείο που διανοίγει εξωτερικά σπειρώματα, συνήθως ακριβείας, ελικοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. πτερυγοτόμος, σπογγοτόμος.