κοψιά

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

η
1. η τομή που σχηματίζεται από κοφτερό όργανο
2. το σημάδι που μένει μετά το κόψιμο
3. εξωτερική εμφάνιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοψ- του κόβω (πρβλ. αόρ. έ-κοψ-α), + κατάλ. -ιά (πρβλ. βρισ-ιά, ριξ-ιά)].