Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
και κρομμύδα ημεγάλο κρεμμύδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι κρομμύδι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, κουτάλ-α)].