κρεμμύδα

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source

Greek Monolingual

και κρομμύδα η
μεγάλο κρεμμύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι κρομμύδι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, κουτάλ-α)].