κρυψίβουλος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek (Liddell-Scott)

κρυψίβουλος: ὁ, ἡ, ὁ κρύπτων τὰς ἑαυτοῦ βουλάς, Κ. Πορφυρ. Τακτ. ἐν Meurs. Op. τ. 6, σ. 1409.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κρυψίβουλος, -ον)
αυτός που κρύβει τους πραγματικούς σκοπούς και τις αληθινές σκέψεις και προθέσεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -βουλος (< βουλεύω < βουλή), πρβλ. αυτό-βουλος, υστερό-βουλος].