κοχλογέννητος
From LSJ
Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart
Greek Monolingual
κοχλογέννητος, -ον (Α)
αυτός που έχει γεννηθεί από όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόχλος + -γεννητος < γεννητός < γεννώ), πρβλ. ηλιο-γέννητος, πορφυρο-γέννητος].