λεκάνειος

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεκάνη τών σπονδυλωτών ζώων («λεκάνεια άρθρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pelvic < αγγλ. pelvis «λεκάνη»].