λεκανόπωλις
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
English (LSJ)
ιδος, ἡ, A for the sale of dishes, στωΐα IG12(2).14.12 (Mytil., dub.).
Greek Monolingual
λεκανόπωλις, -ώλιδος, ἡ (Α)
η πωλήτρια λεκανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεκάνη + -πωλις (< πωλῶ), πρβλ. αρτό-πωλις, μυρό-πωλις].