λεπτότεχνος
From LSJ
οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love | Tis not my nature to join in hating, but in loving (Sophocles, Antigone 523)
Greek Monolingual
-η, -ο
επεξεργασμένος με λεπτότητα, ψιλοδουλεμένος, λεπτουργημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. ά-τεχνος, πολύ-τεχνος].