λυχνοστάτης

Revision as of 06:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
στήριγμα λύχνου ή λυχνίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -στάτης (< συνεσταλμένη βαθμίδα στα-, πρβλ. -στα-μεν, στά-σις, του ἵστημι), πρβλ. θερμο-στάτης, παρα-στάτης].