μαιήιος

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

Greek (Liddell-Scott)

μαιήιος: -ον, = μαιευτικός, Νόνν. Δ. 9. 167.

Greek Monolingual

μαιήϊος, -ον (Α)
1. μαιευτικός
2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα -ήϊος (πρβλ. γαι-ήιος, γενεθλ-ήιος)].