μαυρομαντιλού

Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και μαυρομαντιλούσα, η
γυναίκα που φοράει στο κεφάλι της μαύρο μαντίλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + μαντιλού και μαντιλούσα (< μαντίλι + κατάλ. -ού και -ούσα), πρβλ. ξανθομαλλ-ού και ξανθομαλλ-ούσα].