Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
μελίζωμον: τό, ζωμὸς μετὰ μέλιτος, Apicius 1, 2, § 2.
μελίζωμον, τὸ (Α)
ζωμός με μέλι, σιρόπι από μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ζωμός (πρβλ. εύ-ζωμον)].