μελιγηθής
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-ές (Α μελιγηθής και δωρ. τ. μελιγαθής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μελιγηθής
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας nitidulidae, που περιλαμβάνει είδη εντόμων μικρού ή πολύ μικρού μεγέθους
αρχ.
αυτός που είναι γλυκός και ευφραίνει σαν το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -γηθής (< γῆθος < γηθῶ «ευφραίνω»), πρβλ. πλουτο-γηθής, πολυ-γηθής)].