μελανώπις

From LSJ
Revision as of 07:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

μελανῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που έχει μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκ-ώπις].