μελανῶπις
From LSJ
Full diacritics: μελανῶπις | Medium diacritics: μελανῶπις | Low diacritics: μελανώπις | Capitals: ΜΕΛΑΝΩΠΙΣ |
Transliteration A: melanō̂pis | Transliteration B: melanōpis | Transliteration C: melanopis | Beta Code: melanw=pis |
ιδος, ἡ, fem. Adj. black-looking, σηπεδών Marc.Sid.64.
μελανῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που έχει μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκώπις].