μελανῶπις

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανῶπις Medium diacritics: μελανῶπις Low diacritics: μελανώπις Capitals: ΜΕΛΑΝΩΠΙΣ
Transliteration A: melanō̂pis Transliteration B: melanōpis Transliteration C: melanopis Beta Code: melanw=pis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, fem. Adj. black-looking, σηπεδών Marc.Sid.64.

Greek Monolingual

μελανῶπις, -ιδος, ἡ (Α)
ως επίθ. αυτή που έχει μαύρη όψη, που φαίνεται μαύρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -ῶπις (< ὤψ, ὠπός «οφθαλμός»), πρβλ. γλαυκώπις].