μετεωροφρονῶ, -έω (Α)σκέπτομαι για υψηλά πράγματα, υψηλοφρονώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φρονῶ (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλο-φρονώ].