μετεωροφρονώ
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Greek Monolingual
μετεωροφρονῶ, -έω (Α)
σκέπτομαι για υψηλά πράγματα, υψηλοφρονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + φρονῶ (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλοφρονώ].