μηχανοστάσιο

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

το (Α μηχανοστάσιο ν)
1. χώρος εργοστασίου ή και πλοίου όπου είναι μόνιμα εγκατεστημένες μηχανές για την απόδοση συγκεκριμένου έργου
2. (σιδηροδρ.) υπόστεγος χώρος στον οποίο σταθμεύουν μηχανὲς έλξης και λοιπά σιδηροδρομικά οχήματα, με σκοπό την επισκευή, τη συντήρηση ή τη φύλαξή τους
αρχ.
η βάση αρδευτικής μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -στάσιο (< -στάτης), πρβλ. οπλο-στάσιο].