μικρόχαρος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο και μικροχαρής, -ές (Α μικροχαρής, -ές)
1. αυτός που χαίρεται και ευχαριστείται με μικρά και ασήμαντα πράγματα, που ικανοποιείται εύκολα με μικροπράγματα
2. μικροπρεπής, κατώτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -χαρος (<χαρά), πρβλ. μεγαλό-χαρος, περί-χαρος].