μισοίκειος
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
English (LSJ)
ον, = μισοΐδιος (hating one's own family), Ptol. Tetr. 164, Cat.Cod.Astr. 2.173.
Greek (Liddell-Scott)
μισοίκειος: -ον, = τῷ προηγ., Πτολεμ. Τετράβ. 164.
Greek Monolingual
μισοίκειος, -ον (Α)
αυτός που μισεί τους οικείους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + οἰκεῖος (πρβλ. φιλ-οίκειος)].