μοβόρος

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

-α, -ο και -ικο
αιμοβόρος.
επίρρ...
μοβόρικα
με μοβόρο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἱμοβόρος, με σίγηση του αρκτικού άτονου αι- (πρβλ. ματώνω < αἱματώνω)].