μοντέρνος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
Greek Monolingual
-α, -ο
1. αυτός που ακολουθεί πιστά τη μόδα και κάθε είδους νεωτερισμό
2. αυτός που είναι ή γίνεται σύμφωνα με τη μόδα, νεωτεριστικός
3. αυτός που έχει σύγχρονες αντιλήψεις
4. φρ. «μοντέρνα τέχνη» — η τέχνη που τείνει προς την υπέρβαση της παράδοσης και προς την καινοτομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διεθνή λ. (πρβλ. αγγλ. modern, γαλλ. moderne, γερμ. modern), που προήλθε από το υστερολατ. modernus < modo «πρόσφατα, τελευταία» (αφαιρετική πτώση του ουσ. modus «τρόπος - μέτρο»). Ο τ. modernus σχηματίστηκε αναλογικά προς το hodiernus «σημερινός» < hodie «σήμερα»].