μοσχοκαρύδιον
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
German (Pape)
[Seite 209] τό, dim. zum Folgdn, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοκαρύδιον: τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μοσχοκάρυδον, μεταγεν.
Greek Monolingual
μοσχοκαρύδιον, τὸ (Α)
το μοσχοκάρυδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. συκ-ύδιον)].