μοσχοκαρύδιον

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

German (Pape)

[Seite 209] τό, dim. zum Folgdn, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μοσχοκαρύδιον: τό, ὡς καὶ νῦν, τὸ μοσχοκάρυδον, μεταγεν.

Greek Monolingual

μοσχοκαρύδιον, τὸ (Α)
το μοσχοκάρυδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχοκάρυον + υποκορ. κατάλ. -ύδιον (πρβλ. συκ-ύδιον)].