μοσχίνδα
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
Full diacritics: μοσχίνδα | Medium diacritics: μοσχίνδα | Low diacritics: μοσχίνδα | Capitals: ΜΟΣΧΙΝΔΑ |
Transliteration A: moschínda | Transliteration B: moschinda | Transliteration C: moschinda | Beta Code: mosxi/nda |
τὸ ἑξῆς, καὶ ἀνελλιπῶς, Id.
μοσχίνδα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἑξῆς καὶ ἀνελλιπῶς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ξιφ-ίνδα, ταυρ-ίνδα)].