ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
-η, -ο, Νμτφ. αυτός που έχει καρδιά γεμάτη καλοσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -καρδος (< καρδία), πρβλ. λεοντό-καρδος].