χρωματόσωμα

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

και χρωμόσωμα, το, Ν
βιολ. το μικροσκοπικό νηματόμορφο τμήμα του κυττάρου, που φέρει την κληρονομική πληροφορία με τη μορφή γονιδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chromosome < γερμ. Chromosom (< χρώμα, -ατος + σώμα)].