επίμοιρος

Revision as of 08:45, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἐπίμοιρος, -ον (Α)
κοινωνός, μέτοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μοιρος (< μοίρα < μείρομαι «διαιρώ, συμμετέχω»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. δί-μοιρος, μεμψί-μοιρος)].